Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ίσιος -

См. также в других словарях:

  • ίσιος — α, ο (Μ ἴσιος, α, ο) 1. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύγραμμος, ευθύς 2. ομαλός, επίπεδος 3. (για πρόσ.) ευθύς στον χαρακτήρα, δίκαιος, ειλικρινής, ανυπόκριτος («δίκαιοι κι ίσιοι σ όλες των τες πράξεις», Καβάφ.) 4. φρ. «ο ίσιος… …   Dictionary of Greek

  • ίσιος, -ια, -ιο — βλ. ίσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἴσιος — Ἴ̱σιος , Ἶσις plant fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • ίσος, -η, -ο — και ίσιος, ια, ιο 1. ίδιος στο μέγεθος ή στην αξία με κάποιον άλλο: Ίσοι αριθμοί. – Οι πλευρές του τετραγώνου είναι ίσες μεταξύ τους. – Ίσα πολιτικά δικαιώματα. – Θέτω σε ίση μοίρα. 2. ευθύγραμμος: Ίσια κορμοστασιά. – Ίσιο ξύλο. 3. ομαλός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • χαρίσιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρήτορας από την Αττική του 4ου αι., σύγχρονος του Δημητρίου του Φαληρέα. 2. Ρωμαίος νομομαθής του 4ου αι. Έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Έγραψε: De muneribus civilibus, De testibus και De officio… …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»